ξεφάντωμα

ξεφάντωμα
το, -ατος
η διασκέδαση, το γλέντι, το γλεντοκόπημα: Δεν ήρθα για ξεφάντωμα ούτε για πανηγύρι (Πολέμης).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεφάντωμα — το [ξεφαντώνω] ξέφρενο γλέντι, γλεντοκόπημα …   Dictionary of Greek

  • αγερωχία — η (Α ἀγερωχία) [ἀγέρωχος] περιφρονητική προς τους άλλους υπερηφάνεια, υπεροψία, αλαζονεία αρχ. 1. επιδεικτικότητα, επίδειξη 2. γλέντι, ξεφάντωμα …   Dictionary of Greek

  • αντάρα — η (Μ ἀντάρα) 1. αποστασία 2. στενοχώρια νεοελλ. 1. θύελλα με σφοδρό άνεμο και συννεφιά 2. αναταραχή, ανακάτωμα 3. σκοτείνιασμα τ’ ουρανού, ομίχλη 4. σκοτούρα του νου, σύγχυση 5. θόρυβος, αναστάτωση 6. βοή 7. διασκέδαση, ξεφάντωμα 8. στενοχώρια.… …   Dictionary of Greek

  • αποκριά — Στην εκκλησιαστική ορολογία, η λέξη α. σημαίνει την τελευταία ημέρα της κρεοφαγίας πριν από την περίοδο της νηστείας. Έτσι στο πλαίσιο της Εκκλησίας, μέρες α. είναι εκείνες που προηγούνται των τεσσάρων μεγάλων νηστειών, δηλαδή της Μεγάλης… …   Dictionary of Greek

  • βάκχευσις — βάκχευσις, η (Α) [βακχεύω] βακχική μανία, ξεφάντωμα …   Dictionary of Greek

  • γιορτολόγημα — το 1. η προετοιμασία για μια γιορτή 2. πληθ. το συχνό γλεντοκόπι και ξεφάντωμα …   Dictionary of Greek

  • θάλεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Χάριτες. Ήταν κόρη της Ευρυνόμης ή Ευρυδόμης και του Δία, αδελφή της Ευφροσύνης και της Αγλαΐας. 2. Μία από τις εννέα Μούσες. Θεωρείτο κόρη της Μνημοσύνης και του Δία, προστάτιδα της ευθυμίας. 3. Κόρη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κατασταλάζω — (Μ κατασταλάζω) νεοελλ. 1. κατακάθομαι, κατεβαίνω στον πυθμένα 2. γίνομαι διαυγής, λαγαρίζω, ξαστερώνω 3. καταλήγω («χωρίς να κατασταλάξει το ξεφάντωμα στην κουβέντα και στο τραγούδι», Παλαμ.) μσν. πέφτω κατά σταγόνες …   Dictionary of Greek

  • κωμασμός — κωμασμός, ὁ (Α) [κωμάζω] ξεφάντωμα, διασκέδαση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”